- διεγγυώ
- διεγγυῶ (-άω) (Α) [εγγυώ]Ι. 1. δίνω εγγύηση για την απελευθέρωση κάποιου2. υπόσχομαι3. παρέχω εγγύηση, ασφάλεια4. παρέχω ως ενέχυρο5. υποθηκεύω την περιουσία μουII. διεγγυώμαι1. παίρνω εγγύηση για την απελευθέρωση κάποιου2. βρίσκω εγγυητή, εγγυάται κάποιος για μένα.
Dictionary of Greek. 2013.